- μηχανογραφώ
- μηχανογραφώ, μηχανογράφησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μηχανογραφώ — έω κάνω μηχανογράφηση … Dictionary of Greek
μηχανογραφώ — ( είς, εί κτλ.), μηχανογράφησα, μηχανογραφήθηκα, μηχανογραφημένος, καταγράφω δεδομένα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την καλύτερη και ευκολότερη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών εργασιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανογράφηση — Όρος που αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επεξεργασία διοικητικών και οικονομικών πληροφοριών στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Ειδικότερα τα πεδία εφαρμογής της μ. είναι η μισθοδοσία, οι αποθήκες, ο έλεγχος… … Dictionary of Greek